- οσμυλιον
- ὀσμύλιον(ῠ) τό Arph. demin. к ὀσμύλη См. οσμυλη
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
οσμύλιον — ὀσμύλιον, τὸ (Α) [οσμύλος] 1. υποκορ. τού οσμύλος 2. (κατά τον Ησύχ.) «ὄζαινα» … Dictionary of Greek
ὀσμύλιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀσμύλια — ὀσμύλιον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)